Δαβίδ — I (τέλη 5ου – αρχές 6ου αι. μ.Χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος από το Νέρκεν της Αρμενίας. Ο πρώτος του δάσκαλος ήταν ο Αρμένιος πατριάρχης Ισαάκ Α’. Πραγματοποίησε τις σπουδές του στην Αθήνα, στην Έδεσσα, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αλεξάνδρεια.… … Dictionary of Greek
Δαβίδ ή Δαυίδ — (1010; – 965; π.Χ.). Βασιλιάς του Ισραήλ. Χρίστηκε μυστικά βασιλιάς από τον προφήτη Σαμουήλ, ενώ βασίλευε ακόμα ο Σαούλ, του οποίου κέρδισε την εύνοια, με αποτέλεσμα να τον καλέσει στην αυλή του γιατί έπαιζε θαυμάσια κινύρα (είδος άρπας). Ήταν… … Dictionary of Greek
Δαβίδ — ο δεύτερος βασιλιάς των Εβραίων μετά τον Σαούλ, ποιητής και προφήτης, έγραψε τους περισσότερους από τους Ψαλμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δαβίδ ο Μοναχός — (6ος αι. μ.Χ.). Τοπικός άγιος της Θεσσαλονίκης, ο οποίος μοίρασε τα χρήματά του στους φτωχούς και έζησε στην ύπαιθρο διδάσκοντας. Οι Θεσσαλονικείς τον έστειλαν στον Ιουστινιανό να ζητήσει την αντικατάσταση του έπαρχου της πόλης, που καταπίεζε… … Dictionary of Greek
Οσίου Δαβίδ, μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ευβοίας, κοντά στο χωριό Ροβιές, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Χαλκίδος. Είναι γνωστή και ως μονή Γέροντα. Ο όσιος Δαβίδ (μέσα 16ου αι.) ήρθε στην περιοχή, όπου βρισκόταν μικρή εκκλησία της Μεταμόρφωσης του… … Dictionary of Greek
Δισύπατος, Δαβίδ — (14ος αι.).Συγγραφέας, ησυχαστής μοναχός και αντιρρητικός θεολόγος. Ήταν γόνος της γνωστής οικογένειας των Δισυπάτων της Θεσσαλονίκης. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τη ζωή και το έργο του. Διασώθηκαν μία πραγματεία, ένας λόγος του σχετικός με την… … Dictionary of Greek
Πατσίφικο, Δαβίδ — (Pacifico). Εβραιοπορτογάλος διπλωμάτης, γεννημένος το 1784 στο Γιβραλτάρ. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου διατέλεσε πρόξενος της Πορτογαλίας (1837 42) και αργότερα απέκτησε την αγγλική υπηκοότητα. Το 1849 ο αθηναϊκός όχλος, επειδή τον θεώρησε… … Dictionary of Greek
Φρίσμαν, Δαβίδ — (Frishman, Ζγκιερτζ, Λοτζ, Πολωνία 1859 – Βερολίνο 1922). Εβραίος κριτικός, δημοσιογράφος και διηγηματογράφος. Υπήρξε ο ιδρυτής λογοτεχνικού περιοδικού στα εβραϊκά. Διηύθυνε αξιόλογες επιθεωρήσεις και έγραψε πολλά κριτικά άρθρα. Μετέφρασε Μπάιρον … Dictionary of Greek
Χάινιχεν, Γιοχάνες - Δαβίδ — (Heinichen, 1683 – 1729). Γερμανός μουσουργός. Σπούδασε μουσική στη Λειψία, όπου και πρωτοπαρουσίασε στη σκηνή τα πρώτα του μελοδράματα. Αργότερα ταξίδεψε στην Ιταλία όπου έμεινε επί 5 χρόνια και μυήθηκε στην ιταλική σκηνική τέχνη, έπαιξε δε… … Dictionary of Greek
Σασουντσί Νταβίντ — (=«Δαβίδ της Σασούν»). Εθνικό ηρωικό έπος των Αρμενίων. Αποτελείται από τέσσερα μέρη, με κυριότερο το τρίτο. Το έπος αυτό δημιουργήθηκε στη διάρκεια πολλών αιώνων από λαϊκούς αφηγητές. Στο έπος αυτό αναφέρονται πολλά ιστορικά γεγονότα, κυρίως… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek